- κοιρανικός
- κοιρανικός, -ή, -όν (Α) [κοίρανος]1. βασιλικός, ηγεμονικός2. μτφ. μεγαλοπρεπής, ευγενής (α. «κοιρανικοὶ λέοντες» β. «κοιρανικοὶ ὀφθαλμοί», Οππ.).
Dictionary of Greek. 2013.
Dictionary of Greek. 2013.
κοιρανικῶν — κοιρανικός royal fem gen pl κοιρανικός royal masc/neut gen pl … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
κοιρανικοῖς — κοιρανικός royal masc/neut dat pl … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
κοιρανικοῦ — κοιρανικός royal masc/neut gen sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
κοιρανικῇ — κοιρανικός royal fem dat sg (attic epic ionic) … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
κοίρανος — Όνομα μυθολογικών προσώπων. 1. Γιος του Κλείτου και πατέρας του γνωστού Κορίνθιου μάντη Πολυείδη. 2. Καταγόταν από την Πάρο. Η παράδοση αναφέρει ότι αγόρασε στο Βυζάντιο όλα τα δελφίνια που είχαν πιαστεί στα δίχτυα και τα έριξε πάλι στη θάλασσα.… … Dictionary of Greek